- λινοϋφικός
- λινοϋφικός, -ή, -όν (Α) [λινοϋφής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύφανση τού λίνου2. το αρσ. ως ουσ. ὁ λινοϋφικόςαυτός που υφαίνει τον λίνο3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λινοϋφικόνφόρος για την ύφανση τού λίνου, για τα λινά υφάσματα.
Dictionary of Greek. 2013.